Αναζήτηση τίτλων.

Μια... Ιστορία Αγάπης. Τόμος 2ος (έτη "401" - "800"). Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως (2η έκδοση επαυξημένη).

 
Τιμή 15 Ευρώ
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
Μια... Ιστορία Αγάπης. 
Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως (2η έκδοση επαυξημένη),
Τόμος 2ος (έτη "401" - "800"), 
Αθήναι 2005, ISBN 960-7748-35-2  

Μία τετράτομη πλέον και λεπτομερέστατη ιστορική καταγραφή των αμέτρητων εγκλημάτων του Χριστιανισμού, με εικόνες, τεκμηριώσεις, παραπομπές και χρήσιμα αποσπάσματα. Μία εργασία ετών, που έρχεται στο όνομα των δισεκατομμυρίων θυμάτων μίας παραφροσύνης που σήμερα αυτοεπαινείται ως τάχα «ανώτερη» πνευματική διδασκαλία, να ταράξει τα μαύρα ύδατα της συνωμοσίας σιωπής και του δόγματος ότι την Ιστορία δικαιούνται να γράφουν μόνο οι νικητές, οι σφαγείς και οι εξολοθρευτές. Δεύτερος τόμος για την περίοδο από το έτος "401" της χρονολογίας των νικητών έως το "800". Από τις θηριωδίες στην Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή, και την πτώση της Ρώμης έως την στέψη του "άγιου"σφαγέα  αυτοκράτορα Καρλομάγνου. 

Το στέλνουμε επί αντικαταβολή σε όλη την Ελλάδα (στείλτε τις παραγγελίες σας με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στο e-mail: (anpoli2019@gmail.com).


Επίσης στα βιβλιοπωλεία:

"Πολιτεία", Ασκληπιού 1-3 & Ακαδημίας, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3600235, 210-3616373, παραγγελία μέσω διαδικτύου ΕΔΩ

"Όναρ", Μαυρομιχάλη 1, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3306124

''Βασίλειος Χρήστου'', Ερμού 61 Θεσσαλονίκη, τηλ 2310 282782 

(απόσπασμα)

405 Το έτος αυτό, ο τρομερός Ιωάννης «Χρυσόστομος» (ο μισέλληνας που ευθέως αποκαλεί  την Ελληνική Φιλοσοφία «ελληνική μωρία», «έξωθεν άνοια» και «μητέρα των κακών» στην 1η «Ομιλία» του «Εις Α προς Κορινθίους»), έχει ακόμα την ισχύ να στέλνει, παρ’ όλο που είναι πλέον εξόριστος στην Αρμενία, τις ορδές των ροπαλοφόρων συμμοριτών μοναχών να σαρώσουν τα «είδωλα», δηλαδή τους Ναούς, τα αγάλματα και τους βωμούς της Παλαιστίνης και της Συρίας: «τους μεν ουν υπολειφθέντας των δαιμόνων σηκούς τούτον τον τρόπον εκ βάθρων ανέσπασεν», αγάλλεται ο όμοιός του Θεοδώρητος Κύρου («όταν έμαθε -ο Ιωάννης- ότι η Φοινίκη επέμενε ακόμα στις τελετές υπέρ των δαιμόνων, μάζεψε ασκητές που καίγονταν από θείο ζήλο και αφού τους εφοδίασε με βασιλικούς νόμους, τους έστειλε ενάντια στους ναούς, τα δε χρήματα για τους κατεδαφιστές και τους εποπτεύοντες δεν τα άντλησε από τα βασιλικά ταμεία, αλλά έπεισε πιστές πλούσιες γυναίκες να τα δώσουν με φιλοτιμία... έτσι λοιπόν εκ θεμελίων κατέστρεψε τους σηκούς των δαιμόνων που ακόμα έστεκαν όρθιοι», «Εκκλησιαστική Ιστορία» 5). Όπως γράφει ο Chuvin (σελ. 75), ο φανατικός αυτός θεοκράτης «ενθαρρύνει από τον τόπο της εξορίας του στην Αρμενία, τις συμμορίες των μοναχών που λεηλατούσαν τα Εθνικά Ιερά στην Φοινίκη» και «όταν οι χωρικοί της Φοινίκης σκοτώνουν ή βγάζουν εκτός μάχης τους φανατισμένους ζηλωτές, ο Ιωάννης παρακινεί όσους παραμένουν γεροί να συνεχίσουν όπως οι καπετάνιοι στην καταιγίδα… τους προσφέρει δε κάθε υλική βοήθεια… και πληρώνει τους επιστάτες και τους εργάτες των κατεδαφίσεων των Ιερών». Εντυπωσιακό είναι εδώ, ότι ο «Χρυσόστομος» μπορεί να δρα δυναμικά και ανενόχλητος «από τον τόπο της εξορίας του» όπως τονίζει πολύ ορθώς ο Chuvin, πράγμα που αποδεικνύεται άλλωστε και από την αλληλογραφία του παντοδύναμου εκείνου θεοκράτη (Επιστολές 123 και 126): «...διότι ούτε τώρα σας έχει λείψει τίποτε, αφού ζήτησα να έχετε στην διάθεσή σας την ίδια αφθονία αγαθών, σε ενδύματα, υποδήματα και τροφή για όλους τους αδελφούς, αν και εμείς βρισκόμαστε σε τέτοια θλίψη και είμαστε υποχρεωμένοι να διαβιούμε στην ερημιά εδώ στην Κουκουσό...» και «...πληροφορηθήκαμε ότι προέκυψαν πάλι στην Φοινίκη τα κακά και αυξήθηκε η μανία των Ελλήνων και πολλοί από τους μοναχούς είτε τραυματίσθηκαν είτε έχασαν την ζωή τους... το να σταθείτε συνεπώς με γενναιότητα απέναντι στον μαινόμενο διάβολο και να του στερήσετε τους ανθρώπους που έχουν στρατευθεί στην υπηρεσία του και άλλους να εμποδίσετε να πέσουν στα χέρια του, είναι πράξη άνδρα γενναίου, νηφάλιας ψυχής, έργο υψηλής και σπουδαίας διάνοιας σαν την δική σας, έργο άξιο μυρίων στεφανιών και βραβείων από τον Θεό, είναι αποστολικό κατόρθωμα». Είναι πασιφανές λοιπόν, ότι αυτή η παντοδυναμία του πρώην πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίο υποστήριζαν άλλωστε και οι συνάδελφοί του της Δύσης, ήταν που θα υποχρεώσει τους προσωπικούς και εκκλησιαστικούς εχθρούς του, για να τον εξουδετερώσουν, να τον εκτοπίσουν για δεύτερη φορά το καλοκαίρι του 407 προς μία απομακρυσμένη περιοχή του Καυκάσου, επιτηρούμενο σε συνεχή βάση από 2 στρατιώτες φρουρούς. 
Το ίδιο έτος, κατά διαταγή πάντα των θεοκρατών (κυρίως του πονηρού συμβούλου του Βαρβατιανού, επίσης... «άγιου» !), ο αυτοκράτορας Ονώριος εκδίδει «ενωτικό» έδικτο με το οποίο εξορίζονται όλοι οι επίσκοποι των δονατιστών της Β. Αφρικής, απαγορεύονται οι συναθροίσεις τους και τα ακίνητα και οι εκκλησίες τους περνούν στα χέρια των καθολικών, ενώ ο «άγιος» Αυγουστίνος αποπειράται την πρώτη γραπτή θεολογική «τεκμηρίωση» του δικαιώματος της κοσμικής εξουσίας να καταπιέζει τους μη καθολικούς. Ο Deschner (τόμος 1, σελ. 632) σημειώνει: «αντιμετωπίζει (ο Αυγουστίνος) την χρήση βίας απλώς ως μία τακτική εξασθένησης του αντιπάλου, έναν επώδυνο προσηλυτισμό (per molestias eruditio), ένα ελεγχόμενο κακό και την συγκρίνει με την πρακτική του πατέρα της οικογένειας… που κάθε Σάββατο βράδυ δέρνει προληπτικά την οικογένειά του».

Επίσης το ίδιο έτος, ο Σκύθης Ραδάγαιζος ή Ροδογάστης (Radagaisus, Rhodogast), βασιλιάς των Βερούλων (Veruli), επικεφαλής μεγάλου στρατού μη χριστιανών Οστρογότθων, Βανδάλων, Σουηβών, Βουργουνδών και Σκυθών, διασχίζει τις Άλπεις, εισβάλλει αιφνιδιαστικά στην Ιταλία  και κατευθύνεται προς την Ρώμη, της οποίας οι Εθνικοί μάταια εκλιπαρούν τους θεοκράτες να τους δώσουν άδεια να τελέσουν τις πατροπαράδοτες δημόσιες θυσίες και προσευχές προς τους πολιείς Θεούς. Ο χριστιανός «ιστορικός» Ορόσιος για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, στο έτος 417, γράφει, αν βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή πηγή: «ισχυρίζονταν ότι η πόλη ήταν καταδικασμένη και πολύ σύντομα θα χανόταν γιατί είχε οριστικά εγκαταλείψει τους Θεούς και τις ιεροπραξίες τους. Υπήρχε παντού μία διάχυτη διαμαρτυρία και συζητιόταν ακόμα και η επιστροφή των θυσιών. Η βλασφήμια κυριαρχούσε σε όλη την πόλη και το όνομα του Χριστού δεχόταν προσβολές ακόμα και δημόσια...» («Historia Adversus Paganos» 7. 37).

406 Ο οπαδός του ειδωλοφάγου «άγιου» Μαρτίνου Μαυρίλιος (Maurilius, 336 – 426) παλαιός ερημίτης και μέλλων (από το 407) επίσκοπος Αγγέρης (Angers, ρωμαϊστί Andegavum, «άγιος» βεβαίως και αυτός και μάλιστα με… αναστάσεις νεκρών και θεραπείες κατάκοιτων και τυφλών στο μακρύ αγιογραφικό ενεργητικό του !), αφανίζει Εθνικά Ιερά και ιερά δάση (Turcan Robert, «Cults of the Roman Empire», Oxford, 1996, σελ. 326) μαζί με τους ιερείς και τους θρησκευτές, ενώ οι αγιογράφοι του θα κάνουν λόγο για… «θαυματουργό» (φυσικά!) τιμωρία των «ειδωλολατρών»… με «φωτιές που έπεσαν από τον… ουρανό». Ο Ιωάννης «Χρυσόστομος» παρουσιάζεται και το έτος αυτό να συγκεντρώνει χρήματα από θεομανείς προσήλυτες για τις εργασίες διάλυσης των Εθνικών Ναών, καθώς επίσης και να... κονιορτοποιεί ή πυρπολεί με προσευχή, δηλαδή (σε μετάφραση για φυσιολογικούς ανθρώπους) να διατάσσει την εκθεμελίωση ή πυρπόληση του ανακατασκευασμένου (μετά από την καταστροφή τού έτους 262 από τους Ερούλους) θαυμαστού Ναού της Θεάς Εφεσίας Αρτέμιδος. Τα γεγονότα υπολογίζεται πάντως, ότι έλαβαν χώρα πέντε έτη νωρίτερα, το έτος 401 (Κούτουλας, σελ. 23). Στην Σαλαμίνα της Κύπρου ο (επίσης «άγιος») Ευτύχιος συνεχίζει τις καταστροφές των Εθνικών Ιερών και τις θηριωδίες ενάντια σε όσους Εθνικούς αρνούνται να βαπτισθούν. 

Την ίδια εποχή η χριστιανική λειψανολατρία αρχίζει να «ανακαλύπτει» εκτός από τάφους «μαρτύρων» επίσης και τάφους «προφητών» της λεγόμενης «Παλαιάς Διαθήκης». Η αρχή γίνεται με το υποτιθέμενο λείψανο τού... «προφήτη» Ζαχαρία (που βρέθηκε μετά από... 1200 χρόνια σχεδόν άφθαρτο με χρυσό στέμμα, χρυσά σανδάλια και πολυτελές ένδυμα, εμφάνιση που όπως σχολιάζουν οι Foote – Wheeler, ούτε καν μπορούσε να φαντασθεί ένας κανονικός Ιουδαίος «προφήτης») και ακολουθεί το έτος 406 η «ανακάλυψη» του «ακόμα πιο αρχαίου» λείψανου (ή μάλλον τής... τέφρας) του Σαμουήλ, που θα μεταφερθεί κατά διαταγή του Αρκαδίου από την Ιουδαία στην Κωνσταντινούπολη μέσα σε ένα ολόχρυσο βάζο με απίθανες τιμές: «...περνούσαν από τα χέρια του ενός επίσκοπου στα χέρια του επόμενου, ενώ καθώς προχωρούσαν τα λείψανα στις οδούς από την Παλαιστίνη προς την Κωνσταντινούπολη, συγκεντρώνονταν τεράστια πλήθη, ο δε αυτοκράτορας αυτοπροσώπως μαζί με τα εξέχοντα στελέχη της Εκκλησίας και της Σύγκλητου έστεκαν προ των πυλών για να υποδεχθούν τον περίεργο επισκέπτη τους» (Foote – Wheeler και John Jortin, «Remarks on Ecclesiastical History», 1754, τόμος 3, σελ. 101).

Στην Ιταλία, ο Ραδάγαιζος θα ηττηθεί από τον Στηλίχωνα στο Faesulae (Fiesole) και ο θεομανής Ορόσιος θα μπορεί τώρα να παραληρεί, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι η συντριβή υπήρξε... δίχως απώλειες από πλευράς των νικητών, επειδή φρόντισε γι’ αυτό ο... Θεός των χριστιανών: «Αν η πόλη έπεφτε στα χέρια εκείνου του παγανιστή και ειδωλολάτρη, όχι μόνο θα πείθονταν οι εναπομείνατες ειδωλολάτρες της να παλινορθώσουν την ειδωλολατρία αλλά και οι χριστιανοί θα κλονίζονταν... Για αυτό και ο Θεός, ο δίκαιος προστάτης της ανθρωπότητας, θέλησε να καταστραφεί ο ειδωλολάτρης εχθρός επιτρέποντας στον χριστιανό εχθρό (τον Αλάριχο) να φανεί, ώστε αντίθετα να κλονισθούν οι παγανιστές και βλάσφημοι Ρωμαίοι από τον θάνατο του πρώτου και να τιμωρηθούν από την νίκη του δεύτερου » («Historia Adversus Paganos» 7. 37). Ο Ραδάγαιζος αιχμαλωτίζεται με δόλο, δένεται με αλυσίδες, κακοποιείται και τελικά θανατώνεται στις 23 Αυγούστου, ενώ οι πολυάριθμοι αιχμάλωτοι πολεμιστές του θα πουληθούν δούλοι σε εξευτελιστικές τιμές, και το παραλήρημα του Οροσίου συνεχίζεται κανονικά: «όμως ο Θεός δεν επέτρεψε να επιζήσει κανείς από αυτόν τον άθλιο ειδωλολατρικό λαό, γιατί σχεδόν αμέσως όλοι όσοι πουλήθηκαν πέθαναν και τα λεφτά, που είχαν κερδίσει από την φθηνή τιμή τους οι ιδιοκτήτες τους, τα ξόδεψαν για να τους κηδέψουν». Το ίδιο έτος τέλος, διακόπτεται από τις βαρβαρικές επιδρομές κάθε επικοινωνία της τελευταίας ρωμαϊκής λεγεώνας της Βρετανίας με την Ρώμη.

407 Ο Μάξιμος του Τουρίνου (Tourin), που με εξαίρεση τις ούτως ή άλλως λιγοστές αστικές περιοχές  έχει ελάχιστη επιτυχία στον εκχριστιανισμό των βορειο-Ιταλών της υπαίθρου, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από το επιγραφικό υλικό της εποχής, προσπαθεί να σταματήσει τις «διαβολικές» ανταλλαγές δώρων κατά τους  εορτασμούς των «ειδωλολατρικών» Καλενδών (Ομιλ. 103, συνεχίζοντας την υστερία τού ήδη πεθαμένου επίσκοπου Αμασείας Αστερίου, που ευθέως αποκαλούσε... «διαβολικές» το έτος 400 στην ομιλία του «Adversus kalendarum festum», τις ανταλλαγές δώρων) και κηρύσσει, ότι τα «είδωλα» πρέπει να εξαφανισθούν ακόμα και από τις ιδιωτικές οικίες (Hillgarth, σελ. 54): «δεν μπορείτε να έχετε τον Χριστό στην καρδιά σας και τον Αντίχριστο στα σπίτια σας ή οι άνθρωποί σας να τιμούν σε βωμούς τον Διάβολο, ενώ εσείς προσεύχεστε στον αληθινό Θεό στις εκκλησίες» (Ομιλ. 7). Στις περιοχές της Αυτοκρατορίας όπου υπάρχουν αρχαία γένη και άρα ο Χριστιανισμός είναι ελάχιστα αποδεκτός, για να κτυπήσουν την κατ’ αυτούς «ειδωλολατρία», οι χριστιανοί επίσκοποι φθάνουν μέχρι του σημείου να καταγγέλλουν ως «διαβολική» την οποιαδήποτε εορταστική εκδήλωση των ανθρώπων και στο εξής οι όποιοι απλοί λάτρεις των συμποσίων θα χαρακτηρίζονται από αυτούς «φιλοθύτες» (MacMullen, 1997,  σελ. 44). Με ένα ακόμα έδικτό τους, οι Ονώριος και Θεοδόσιος Β δίνουν δικαίωμα στους επίσκοπους να χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να αποτρέπουν κάθε διάθεση «ειδωλολατρικού» εορτασμού ή τελετουργίας και απαγορεύουν ρητώς τα συμπόσια και κάθε άλλη εορταστική εκδήλωση προς τιμήν τών κατ’ αυτούς, «νεκρών Θεών» («Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16.10.19). 

Στις 15 Νοεμβρίου ανανεώνεται η ποινικοποίηση κάθε μη χριστιανικής τελετής και διατάσσεται η καταστροφή όλων των Εθνικών βωμών και ειδώλων, καθώς και η κατάσχεση όλων των περιουσιών των Ναών που δεν είχαν δημευθεί ακόμα (Deschner, τόμος 2, σελ. 64 και 300): «οι καταστροφές των Ναών απαιτούσαν κρατική άδεια. Για την Συρία οι επιχειρήσεις καταστροφής διατάσσονται το 399 με νόμο, στην Δύση όμως, όπου η παλαιά Θρησκεία εξακολουθεί να εκπροσωπείται από την ρωμαϊκή αριστοκρατία, οι Ναοί προστατεύονται την ίδια εποχή από τον νόμο, ωστόσο το 407 κατάσχονται όλοι οι Ναοί στην περιοχή της Ρώμης…». Άλλο κοινό έδικτο των Αρκαδίου, Ονωρίου και Θεοδοσίου που εκδίδεται στην Ρώμη, ορίζει να διώκονται όλοι οι πρισκιλλιανοί χριστιανοί και να στερούνται του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δικαιοπραξίας. Οι ιδιοκτήτες των τόπων συνάθροισής τους τιμωρούνται με δήμευση των περιουσιών τους και οι οργανωτές των συναθροίσεων με εξορία ή καταναγκαστική εργασία σε ορυχεία («Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 5. 40). 

Τα Χριστούγεννα του 407, ως επίδειξη της δύναμής του (καθώς έχει μόλις ενηλικιωθεί) αλλά και ως πράξη περιφρόνησης προς τους ισχυρισμούς κάποιων Εθνικών ότι η ασέβεια των χριστιανών έχει εξοργίσει τους Θεούς (Jones – Pennick, σελ. 73), ο Ονώριος διατάσσει την καταστροφή διά πυράς των «Σιβυλλικών Βιβλίων», δηλαδή των παραδοσιακών ρωμαϊκών «θείων οδηγιών της αιώνιας διακυβέρνησης» και αναθέτει το «θεάρεστο» αυτό έργο στον Στηλίχωνα (τα βιβλία αυτά ήσαν 3 από ένα αρχικό σύνολο 9 και τα είχε αποκτήσει ο παλαιός βασιλιάς Ταρκίνιος ο Υπερήφανος -Tarquinius Superbus- από την Κυμαία προφήτισσα Αμάλθεια. Περιείχαν σε ελληνικά εξάμετρα κανόνες και χρησμούς για την ιστορική πορεία της Ρώμης και φυλάσσονταν από το 2μελές στην αρχή -«Duumviri» έως το έτος 337 π.α.χ.χ.- και 15μελές στο τέλος «collegium» των λεγόμενων «Quindecimviri sacris faciundis» μέσα στην «καρδιά» της «Αιώνιας Πόλης», δηλαδή στον Ναό του Θεού Διός – Jupiter Καπιτωλίου. Τα βιβλία που έκαψε ο Στηλίχων, είχαν «ανασυσταθεί» μετά την καταστροφή των πρωτότυπων λόγω της πυρκαϊάς του έτους 63 π.α.χ.χ. και φυλάσσονταν στον Ναό του Θεού Απόλλωνος επάνω στον Παλατίνο Λόφο). Η καταστροφή αυτή, που ο ποιητής Ρουτίλιος Νουμάντιος ή Ναμαντιανός, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει κατά το έτος 397, θα την αντιμετωπίσει με την γνωστή ευαισθησία του ως μία συμβολική πράξη θανάτωσης αυτής της ίδιας της Ρώμης, ως μία αναγγελία του επερχόμενου τέλους της «Αιώνιας Πόλης», θα πραγματοποιηθεί όντως, και μάλιστα με αρκετή δημοσιότητα από τον στρατηγό του Ονώριου, σε σημείο που αρκετοί σήμερα να νομίζουν ότι έδρασε αυτόβουλα, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν λάθος εικόνα για το ποιος πραγματικά κατηύθυνε τα τότε πράγματα. Το όφελος των θεοκρατών από αυτή την καταστροφή είναι διπλό. Από την μία θα «τυφλώσει» την Εθνική Ρώμη στην πορεία της προς ένα ήδη αρκετά σκοτεινό μέλλον και από την άλλη θα εξαφανίσει οριστικά κάθε πειστήριο μίας ακόμα απάτης και «αγίας» πλαστογραφίας των Ιουδαίων και των χριστιανών, που ως γνωστόν, είχαν παλαιότερα τολμήσει να διαδώσουν ακόμα και κατασκευασμένα από τους ίδιους ψευδο-σιβυλλικά κείμενα τα οποία τάχα δικαίωναν την εμφάνιση και επικράτηση του Χριστιανισμού (14 συνολικά βιβλία κατασκευασμένων «χρησμών», γραμμένα από τον 2ο π.α.χ.χ. έως και τον 4ο μ.α.χ.χ. αιώνα, από τα οποία τα υπ’ αριθμόν 1 – 5 αποτελούν κατά βάση ιουδαϊκές κατασκευές και τα  υπ’ αριθμόν 6 –14 χριστιανικές). Όπως τονίζουν οι Foote – Wheeler, Jortin, Gibbon, Lecky, Cave, κ.ά., οι λεγόμενοι «Σιβυλλικοί Χρησμοί», διάφορες ετερόκλητες και άτεχνα κατασκευασμένες τάχα «παγανιστικές» προφητείες, που δήθεν αποδεικνύουν, διόλου περιέργως με την... τυπική ορολογία των «Ευαγγελίων» την ιστορική «ύπαρξη» και «θεότητα» του ?????, αποτελούν «από την πρώτη έως την τελευταία από αυτές» μία ακόμα περίπτωση εντοπισμένης πλαστογραφίας των πρώτων χριστιανών «από τον Ιουστίνο έως τον Λακτάντιο», η οποία ωστόσο, όπως τονίζει σε σημείωσή του ο Γίββων -κεφ. 15- «όταν εξυπηρέτησε τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάστηκε, αφέθηκε σιωπηλά (μετά τον 4ο αιώνα) να ξεχασθεί, όπως και ο πρώϊμος χιλιασμός». 

Αυτές οι ιουδαϊκές και χριστιανικές πλαστογραφίες στο όνομα τάχα των «Σιβυλλών» είναι η κορύφωση μίας αρκετά μακριάς και πολυεπίπεδης πλαστογραφικής πορείας, που ξεκινάει ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους, σε μία πονηρή προσπάθεια των μονοθεϊστών Ιουδαίων να ξεπεράσουν την πολιτισμική και θρησκευτική μειονεξία τους απέναντι στους Εθνικούς, και κυρίως απέναντι στους εξαιρετικά καλλιεργημένους Έλληνες: «ήθελαν να αυξήσουν την αξία της πίστης τους, να παρουσιάσουν μία ανωτερότητα της Θρησκείας τους, αποδεικνύοντας μία υποτιθέμενη υπεροχή της με δήθεν αρχαία κείμενα που έκαναν τους Ιουδαίους προφήτες πολύ αρχαιότερους από τους Εθνικούς φιλόσοφους, που παρουσίαζαν τους πρώτους ως τάχα δασκάλους των δεύτερων… έξυπνες διαφημιστικές εκστρατείες για τον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό με ειδωλολατρικό προσωπείο… χρησιμοποίησαν ακόμα και την Εθνική Σίβυλλα, γράφοντας τα υποτιθέμενα σιβυλλικά κείμενα, τις προφητείες, όπως αργότερα και οι χριστιανοί, φυσικά με μη ιουδαϊκά ονόματα και φυσικά vaticinia ex eventu (εκ των υστέρων προφητείες), δηλαδή καθαρή απάτη… πλαστογράφησαν και πρόσθεσαν στα αυθεντικά εθνικά κείμενα δικές τους επιθέσεις κατά του Εθνισμού, κυρίως εναντίον του Πολυθεϊσμού και τα εμπλούτισαν επίσης ταυτόχρονα με προφητείες για τον Ισραήλ… Με αρχαϊκό ύφος, επιτηδευμένη ομηρική απλότητα, με χρήση παγανιστικών στοιχείων, χρησμών ή με άλλους δανεισμούς από Εθνικούς συγγραφείς, έδιναν την εντύπωση γνησιότητας, αυθεντικότητας, απέκτησαν την αξιοπιστία πραγματικών προφητειών» (Deschner, τόμος 3, σελ. 86 – 89).

Στις 14 Σεπτεμβρίου 407, ο «Χρυσόστομος» έχει ήδη πεθάνει στην εξορία στα Κόμανα του Πόντου, οδεύοντας προς την Πιθυούσα του Καυκάσου, ενώ το ίδιο έτος, σε αντίδραση προς την παντοδυναμία των βάρβαρων αξιωματούχων στην χριστιανική Αυλή του Ονωρίου, η αποκομμένη βρετανική λεγεώνα, όχι στο σύνολό της χριστιανική, στέφει αυτοκράτορα έναν απλό υπαξιωματικό, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος, θέλοντας προφανώς να κάνει το νησί ένα ξεχωριστό, τρίτο κέντρο της Αυτοκρατορίας, αποβιβάζεται στην Γαλατία για να προλάβει μία μελλοντική δράση των γερμανικών φυλών ενάντια στην δική του επικράτεια. Μετά από σειρά μαχών, εκδιώκει τους Γερμανούς από μία μεγάλη περιοχή και καταλαμβάνει την Αρελάτη (Arls), την πιο πλούσια από όλες τις πόλεις της Γαλατίας. 

408 Στον θρόνο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανέρχεται ο υιός του Αρκαδίου, Θεοδόσιος ο Β, σε ηλικία μόλις 7 ετών, στην θέση του οποίου θα κυβερνούν στην πραγματικότητα  οι ευνούχοι, η θεομανής και ανέραστη αδελφή του Πουλχερία (φυσικά... «άγια» και αυτή !) και αρκετά αργότερα η σύζυγός του «Ευδοκία», επίσης θεομανής μετά την βάπτισή της παρά το Ελληνικό θρησκευτικο-φιλοσοφικό παρελθόν της (ως Αθηναϊς, θυγατέρα Εθνικού ρήτορα). Το ίδιο έτος, ένα ακόμα αυτοκρατορικό έδικτο που θα εκδοθεί στην Ρώμη, επιτρέπει στην Εκκλησία να κατάσχει τις περιουσίες και τα ακίνητα των πρισκιλλιανών («Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 5. 43), ενώ στις 14 Νοεμβρίου γίνεται, με ένα ακόμα έδικτο που θα εκδοθεί στην Ραβέννα, η πρώτη προσπάθεια να απαγορευθεί στους «εχθρούς της χριστιανικής Θρησκείας» να υπηρετούν στο αυτοκρατορικό παλάτι («Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 5. 42), κάτι που θα ήταν, όπως γράφει ο Geffcken, «πολύ πιο αποτελεσματικό από όλη την προηγούμενη νομοθεσία ενάντια στις λατρείες»: όλοι οι μη χριστιανοί, αλλά και οι «αιρετικοί» αποκλείονται από τα αυλικά αξιώματα (Deschner, τόμος 2, σελ. 64), καθώς το υποτιθέμενο «καλό του γενικού συνόλου» («salus communis»), ταυτίζεται πλέον (ως άνω, σελ. 63) με το συμφέρον της Εκκλησίας (το συγκεκριμένο έδικτο ωστόσο θα ανακληθεί σχεδόν αμέσως μετά από δυναμική παρέμβαση του Γότθου Γενέριδου, τότε στρατιωτικού διοικητή -«κόμη»- της Ιταλίας, που ήταν Εθνικός). 

Στις 15 Νοεμβρίου οι Ναοί των Εθνικών παύουν να συντηρούνται από το Κράτος και οι περιουσίες τους δημεύονται υπέρ του στρατού, απαγορεύεται κάθε «ειδωλολατρική» εορτή και τερματίζεται η έως τότε ανοχή σε (δημόσιες μόνον) τελετουργίες των Εθνικών για την σωτηρία της πόλης, ενώ οι ιδιώτες που έχουν στην ιδιοκτησία τους μικρούς Ναούς διατάσσονται τώρα να τους καταστρέψουν (ως άνω, σελ. 64). Το συγκεκριμένο έδικτο, που υπογράφουν οι Αρκάδιος, Ονώριος και Θεοδόσιος («Προς Κούρτιο, έπαρχο πραιτωρίου της Ανατολής»), απαιτεί και την καταστροφή όλων των αγαλμάτων και βωμών: «Simulacra, si qua etiamnunc in temples fanisque consistunt et quae alicubi ritum vel acceperunt vel accipiunt paganorum, suis sedibus evellantur, cum hoc repetita sciamus saepius sanctione decretum. Aedificia ipsa templorum, quac in civitatibus vel oppidis vel extra oppida sunt, ad usum publicum vindicentur, arae locis omnibus destruantur…» («Εάν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμα μέσα στους Ναούς και τα Ιερά και έχουν δεχθεί ή δέχονται ακόμα την λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμβαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αναγνωρίζοντας ότι αυτό έχει διαταχθεί κατ’ επανάληψη και πολύ συχνά. Τα ίδια τα κτίρια των Ναών που βρίσκονται μέσα σε πόλεις ή κωμοπόλεις, ή έξω από αυτές, θα παραδοθούν σε δημόσια χρήση και θα καταστραφούν οι ανά τόπους βωμοί…», «Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 10. 19). Το φθινόπωρο του έτους αυτού, αμέσως μετά την εκτέλεση του Στηλίχωνος για την οποία θα μιλήσουμε εκτενώς αμέσως παρακάτω, οι ανά τόπους μισαλλόδοξοι εκκλησιαστικοί ηγέτες, διαδίδουν ταχύτατα την φήμη, ότι η όποια ανοχή στους Εθνικούς, δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της «κακής» επιρροής του στον αυτοκράτορα και άρα αυτομάτως δεν μπορεί να ισχύει μετά την θανάτωσή του. Οι έξαλλοι όχλοι της Χριστιανοσύνης θα αναλάβουν πάραυτα έργο σε όλες τις επαρχίες της Ανατολής και της Αφρικής. Στην αφρικανική πόλη Colonia Suffectana, ελληνιστί Σούφες ή Σουφήτιλα της Βυζακηνής (η σημερινή Sbiba της Τυνησίας), ξεσπά δεύτερη ένοπλη εξέγερση των Εθνικών (MacMullen, 1997, σελ. 344, σημ. 19), στην δε Ανατολή νέοι διωγμοί και καταστροφές Βιβλιοθηκών μεθοδεύονται κάτω από την άμεση εποπτεία των ανά τόπους επισκόπων, ενώ οι λίγοι δικαστές που φαίνονται επιεικείς προς τους «ειδωλολάτρες» μετατρέπονται αυτομάτως σε κατηγορούμενους. Στην πόλη Καλάμα της σημερινής Αλγερίας, οι χριστιανοί επιτίθενται με ρόπαλα σε μία πολυπληθή λαϊκή παρέλαση με επικεφαλής έναν θεατρικό θίασο Εθνικών. Μοναδικό αδίκημα των Εθνικών ήταν ότι πέρασαν κοντά από μία εκκλησία κατά την ώρα της λειτουργίας και... ενόχλησαν τους πιστούς. Ακολουθούν αιματηρές ταραχές με πυρπολήσεις εκκλησιών και στην βοήθεια των πρωταίτιων έρχεται κατά διαταγή του «άγιου» Αυγουστίνου ο στρατός, ο οποίος κατασφάζει τους Εθνικούς: «ο Αυγουστίνος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός με οργή, μίσος και χλευασμό, ενώ δεν κάνει λόγο πουθενά για το πόσοι Εθνικοί σκοτώθηκαν σε αυτές τις ταραχές που προκάλεσαν οι χριστιανοί. Μπορούμε πάντως να συμπεράνουμε ότι και σε αυτή την πόλη η απάντηση της Εκκλησίας δεν ήταν άλλη από την καταστροφή των διατηρημένων Ναών και των θεϊκών αγαλμάτων, με αιματηρές μάχες ακόμα και μέσα στα Ιερά» (Deschner, τόμος 1, σελ. 658). 

Τα αίτια βεβαίως αυτής της περίεργης θηριωδίας, που επέδειξε εναντίον των «ειδωλολατρών» ο κατά τα άλλα αδιάφορος τάχα για τα εγκόσμια, ως καλός… «peregrinus», Αυγουστίνος, τα εντοπίζουμε με ευκολία εάν μελετήσουμε καλά την μεγαλύτερη δεισιδαιμονία της εποχής, δηλαδή την αρρωστημένη πίστη σε μία επικείμενη τάχα «συντέλεια του Κόσμου». Ενώ ο «άγιος», όπως και όλοι οι επιφανείς χριστιανοί της εποχής του, σαφώς πιστεύει ότι το τέλος του κόσμου είναι υποτίθεται κοντά, πιστεύει όμως παράλληλα και ότι πριν αυτό συμβεί όλη η ανθρωπότητα οφείλει υποχρεωτικά να προσκυνήσει και υμνήσει τον... «αληθινό» Θεό (Fletcher, σελ. 31). Σε μία επιστολή του τού έτους 418 προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησύχιο, η οποία μάλιστα αργότερα θα κυκλοφορήσει ευρύτατα ως κανονικό προπαγανδιστικό βιβλίο με τίτλο «De Fine Saeculi» («Περί της Συντέλειας του Κόσμου»), ο Αυγουστίνος κάνει σαφές ότι αισθάνεται εξαιρετικά άβολα στην Αφρική ανάμεσα σε τόσους και τόσους ανθρώπους που δεν έχουν δεχθεί τον «Λόγο του Θεού» και δεν έχουν γίνει ακόμα, με την βάπτιση, «σπορά Αβραάμ». Ο Deschner (τόμος 1, σελ. 652 – 654) γράφει: «όπως τους αιρετικούς, έτσι φυσικά ο Αυγουστίνος κατέτρεξε και τους Εθνικούς, αν και ο ίδιος εκμεταλλεύθηκε κατά κάποιον τρόπο την φιλοσοφία τους, ιδιαίτερα πολλά στοιχεία από τον Πλάτωνα και τους Νεοπλατωνικούς, ώστε να ισχυρίζεται με αναίδεια, πως αυτό που τώρα ονομάζουμε χριστιανική Θρησκεία, υπήρχε τάχα στην αρχαιότητα από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης τού ανθρώπινου είδους επάνω στην γη, παρ’ όλο που απαιτήθηκε να εμφανισθεί ενσαρκωμένος ο Χριστός για να την διακηρύξει… Ο επίσκοπος καταδίωξε ωστόσο τον πολυθεϊσμό, τις κατ’ αυτόν βλάσφημες λατρείες, τον κατ’ αυτόν συρφετό των Θεών… και βρίζει τον Δία ως διαφθορέα των γυναικών, τις κατ’ αυτόν πολυάριθμες και ξεδιάντροπες πράξεις του, τον υποτίθεται έκλυτο βίο τής Αφροδίτης, την λατρεία της Μητέρας των Θεών που την αποκαλεί επιδημία, έγκλημα, ντροπή… Επαναλαμβάνει όλα τα παραδοσιακά επιχειρήματα εναντίον του πολυθεϊσμού, πως οι Θεοί είναι δηλαδή ψεύτικοι, πλασμένοι από κάποιο συγκεκριμένο υλικό, πως δεν αισθάνονται και δεν μπορούν να προστρέξουν σε βοήθεια, ενώ αλλού τους ταυτίζει, όπως πολλοί, με δαίμονες. Το πόσο χλευαστικός υπήρξε και μέχρι πού μπορούσε να φθάσει, αλλά και ποιες μεθόδους χρησιμοποιούσε ο άγιος, φαίνεται αναλυτικά στο magnus opus που συγγράφει κατά των Εθνικών, το ‘Περί της Πολιτείας του Θεού’... όπου θα καταφύγει ακόμα και σε σκόπιμες παρανοήσεις, προβάλλοντας τον πολυθεϊσμό ως το υπέρτατο κακό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας –ενώ το ουσιαστικό κακό ήταν ο Χριστιανισμός και η εξουσιαστική μανία του που τον έκανε να βαδίζει επί πτωμάτων! Ο Αυγουστίνος δικαιώνει κατηγορηματικά την εξουθένωση της παλαιάς Θρησκείας, διατάσσει την καταστροφή των Ναών της, την εξόντωση της λατρείας της, ως αντίποινα τάχα ενάντια σε εκείνους που παλαιότερα είχαν σκοτώσει χριστιανούς».