Αναζήτηση τίτλων.

Μια... Ιστορία Αγάπης. Τόμος 1ος. (έτη "0" - "400"). Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως (2η έκδοση επαυξημένη).

 
Τιμή 15 Ευρώ
Βλάσης Γ. Ρασσιάς:
Μια... Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως (2η έκδοση επαυξημένη), 
Τόμος 1ος (έτη "0" - "400"), 
Αθήναι 2005, ISBN 960-7748-34-4 

Μία τετράτομη πλέον και λεπτομερέστατη ιστορική καταγραφή των αμέτρητων εγκλημάτων του Χριστιανισμού, με εικόνες, τεκμηριώσεις, παραπομπές και χρήσιμα αποσπάσματα. Μία εργασία ετών, που έρχεται στο όνομα των δισεκατομμυρίων θυμάτων μίας παραφροσύνης που σήμερα αυτοεπαινείται ως τάχα «ανώτερη» πνευματική διδασκαλία, να ταράξει τα μαύρα ύδατα της συνωμοσίας σιωπής και του δόγματος ότι την Ιστορία δικαιούνται να γράφουν μόνο οι νικητές, οι σφαγείς και οι εξολοθρευτές. Πρώτος τόμος για την περίοδο από το έτος "0" της χρονολογίας των νικητών έως το "400". Από την κατασκευή της χριστιανικής Θρησκείας  έως την καταστροφή της Ελλάδος από τους χριστιανούς Γότθους του Αλαρίχου. 

Το στέλνουμε επί αντικαταβολή σε όλη την Ελλάδα (στείλτε τις παραγγελίες σας με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στο e-mail: (anpoli2019@gmail.com).


Επίσης στα βιβλιοπωλεία:

"Πολιτεία", Ασκληπιού 1-3 & Ακαδημίας, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3600235, 210-3616373, παραγγελία μέσω διαδικτύου ΕΔΩ

"Όναρ", Μαυρομιχάλη 1, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3306124

''Βασίλειος Χρήστου'', Ερμού 61 Θεσσαλονίκη, τηλ 2310 282782

(απόσπασμα)
170 Ο Διονύσιος, επίσκοπος της Κορίνθου, καταγγέλλει σε επιστολή του ότι η Εκκλησία πλαστογραφεί συνεχώς τα αρχικά «Ευαγγέλια», μία πρακτική που οι χριστιανοί από την  εμφάνισή τους έχουν βέβαια αναγάγει σε επιστήμη (για μία λεπτομερέστερη παρουσίαση της χριστιανικής πλαστογραφίας, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το 4ο κεφάλαιο με τίτλο «Ευσεβείς Πλαστογραφίες» του μνημειώδους έργου των Foote – Wheeler), ενώ ήδη έχει γίνει θλιβερή πραγματικότητα η εγγενής χριστιανική πολυδιάσπαση σε αυτοτιτλοφορούμενους «καθολικούς», «γνήσιους», «ορθόδοξους» από τη μία πλευρά και σε «αιρετικούς» από την άλλη, μία πολυδιάσπαση την  οποία θα περιγελάσει όπως της αξίζει ο φιλόσοφος Κέλσος («στο ξεκίνημά τους ήσαν ολιγάριθμοι και είχαν ενιαία πίστη, αλλά στην συνέχεια πλήθυναν και εξαπλώθησαν και έκτοτε διασπώνται σε διάφορες αιρέσεις... και αλληλοκατηγορούνται σε βαθμό που αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσά τους αυτό είναι μόνο το όνομα, το οποίο βέβαια ντρέπονται να το εγκαταλείψουν αν και κατά τα άλλα βρίσκονται μεταξύ τους σε μία διαρκή αντιπαλότητα...», «Αληθής Λόγος», σελ. 57 - 58) αλλά και πολύ αργότερα ο Βολταίρος: «δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν με το κήρυγμα του Χριστού και κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον πως ήσαν αντίχριστοι... και φυσικά δεν υπήρξε ούτε μία από αυτές τις θεολογικές αντιδικίες που να μην στηριζόταν σε απάτες και παραλογισμούς». 
172 περ. Ένα συμπλεγματικός Σύριος, ο μαθητής του Ιουστίνου και αυτοαποκαλούμενος «βαρβαροφιλόσοφος» Τατιανός, τον οποίο ο Geffcken (105 - 107) με αρκετή επιείκεια αποκαλεί «ανατολίτη εχθρό της μόρφωσης» που «ψεύδεται προς τους άλλους και προς τον εαυτό του»,  στρατεύεται και αυτός στην Ρώμη κατά του «ειδωλολατρικού» πολιτισμού και στο έργο του «Προς  Έλληνας» βομβαρδίζει με ύβρεις τους Έλληνες και τους Ρωμαίους που προφανώς θεωρεί ως κατεξοχήν αντιπρόσωπους του κόσμου που ο Τζεσούα ????? θέλει να καταστρέψει. Οι θεσμοί, η Επιστήμη, η Τέχνη, τα ήθη, η Θρησκεία είναι όλα... «γελοία», «ανόητα» και οι άνθρωποι που τα τιμούν «αλαζόνες», «ατάλαντοι», «επιπόλαιοι», «χαμένα κορμιά», οι μεγάλοι φιλόσοφοι είναι «υπερφίαλοι» και «πολυλογάδες». 

174 Στον πλαστογραφικό πυρετό τους, οι χριστιανοί δεν διστάζουν ούτε μπροστά σε ένα ευνοϊκό για τους Ρωμαίους καιρικό φαινόμενο στον πόλεμο προς τους βάρβαρους Κουάδους, παρουσία του Μάρκου Αυρηλίου, τον οποίο οι λεγεωνάριοι θεώρησαν άξιο μεσολαβητή μεταξύ αυτών και των Θεών. Ενώ στην Ρώμη υψωνόταν σε ανάμνηση του γεγονότος ανάγλυφο με τον άγιο αυτοκράτορα να υψώνει το χέρι («καθαρό χέρι που δεν έχει χύσει αίμα») προς τον Θεό Δία, στην απληροφόρητη περιφέρεια της αυτοκρατορίας οι χριστιανοί απατεώνες διαδίδουν μία εντελώς διαφορετική εκδοχή, ότι δηλαδή οι Ρωμαίοι σώθηκαν χάρη στις προσευχές κάποιων λεγεωνάριων που ήσαν... κρυπτο-χριστιανοί (στις αρχές του 9ου αιώνα ο Γεώργιος Σύγκελλος θα το θεωρεί μάλιστα δεδομένο και θα το αναφέρει στα «ιστορικά» γεγονότα της «Χρονογραφίας» του, στο έτος... εχνγ «από κτίσεως Κόσμου» ή... ρνγ «από θείας σαρκώσεως» !). Πρόκειται για το περιβόητο παραμύθι της «Αστραπαίας Λεγεώνος», το οποίο ο σπουδαίος φιλόλογος και μεταφραστής του «Τα Ες Εαυτόν» George Long, όχι άδικα αποκάλεσε «την πλέον ηλίθια πλαστογραφία από τις πάμπολλες των χριστιανών» («The Thoughts Of The Emperor M. Aurelius Antonius», σελ. 11). 

175 – 177 Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, που στις επαρχίες αναθερμαίνεται λόγω των μοντανιστικών ακροτήτων η λαϊκή οργή κατά των χριστιανών, πραγματοποιείται ο 1ος κατά σειρά εξελικτικός ελιγμός του Χριστιανισμού, καθώς τα έως τότε άκομψα αντιπολιτισμικά και επιλεκτικώς ισοπεδωτικά κηρύγματα των οπαδών του Σαούλ – Σαύλου επικαλύπτονται από συντεταγμένο γραπτό λόγο, όταν ο Μέλιτος, επίσκοπος Σάρδεων, συγγράφει μία «απολογία» προς τον φιλόσοφο αυτοκράτορα, προβάλλοντας την αόριστη ιδέα ότι τάχα ο Χριστιανισμός αποτελεί ευλογία, γιατί η εμφάνισή του έχει φέρει καλή τύχη και μεγαλείο στην Αυτοκρατορία και σχεδόν ταυτόχρονα υποβάλλονται 3 ακόμη «απολογίες» από τους Αθηναγόρα, Κλαύδιο Απολλινάριο και Μιλτιάδη. 

Στα φθονερά μυαλά των πρώτων χριστιανών, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά και εν γένει ο Ελληνορωμαϊκός Πολιτισμός, δεν ήσαν παρά η «Μεγάλη Πόρνη» ή η «μάστιγα της γής», ο δε αυτοκράτορας ήταν «υπηρέτης του Διαβόλου» (Deschner, τόμος 2, σελ. 17) και συνεπώς κατ’ απαίτηση του ίδιου του «αληθινού» Θεού εκδηλωνόταν από τους πιστούς του η συστηματική υπόσκαψη όλων των αξιών και ιεραρχιών, καθώς και η έμπρακτη προσβολή όλων των σεβασμάτων του «κακού» κόσμου των «ειδώλων». Τυπικό παράδειγμα τέτοιας εγκληματικής νοοτροπίας αποτελεί ο «μάρτυς» «άγιος» Συμφορίων («Saint» Symphorien της Autun) που το έτος 179 θα δηλώσει με απροκάλυπτη θρασύτητα προς τον αυτοκρατορικό αξιωματούχο ότι άμα τή αναχωρήσει του τελευταίου το πρώτο που θα πράξει είναι να κομματιάσει με μεγάλη του ευχαρίστηση μία ακόμη «απεικόνιση του διαβόλου» με σφυρί. Αυτή την αντικοινωνική και προκλητική πρώτη φάση του Χριστιανισμού που θα επιχειρήσει ν’ αφήσει πίσω του ο εξελικτικός ελιγμός που αναφέραμε, περιγράφει αρκετά γλαφυρά ο Ρενάν (σελ. 44) με τα ακόλουθα λόγια: «τα πιο θλιβερά επεισόδια προήλθαν από το μίσος του λαού… Η στάση των χριστιανών ανάμεσα στους λιμούς, τις πλημμύρες και τις επιδημίες που έπλητταν την Αυτοκρατορία, παρέμενε επίμονα ακατάδεκτη ή ακόμα και προκλητική. Πολλές φορές υποδέχονταν τις καταδικαστικές αποφάσεις με κατάρες προς τους δικαστές. Μπροστά σε έναν Ναό, σε ένα άγαλμα, φυσούσαν σαν να ήθελαν ν’ αποδιώξουν ένα πράγμα ακάθαρτο ή έκαναν το σημείο του σταυρού. Δεν ήταν πράγμα σπάνιο να βλέπει κανείς έναν χριστιανό να σταματάει εμπρός από ένα άγαλμα του Διός ή του Απόλλωνος να το καλεί με το όνομά του και να το δέρνει μετά με το ραβδί του λέγοντας “ε, να, κοιτάξτε, ο Θεός σας δεν εκδικείται !” και τότε ο πειρασμός ήταν μεγάλος για να τον συλλάβει κανείς τον ιερόσυλο να τον σταυρώσει και να του πει “και ο δικός σου ο Θεός γιατί τώρα δεν εκδικείται;”… Κανείς όμως δεν μπορούσε να επιβληθεί σε έναν φανατισμό που έβλεπε στην καταδίκη τον πιο ωραίο των θριάμβων και στα μαρτύρια έναν τρόπο ηδονής. Στην επαρχία της Ασίας, αυτή η δίψα του θανάτου ήταν μεταδοτική και δημιουργούσε φαινόμενα ανάλογα με εκείνα που αργότερα αναπτύχθησαν στους ευνουχιζόμενους της Αφρικής. Μία ημέρα, ο ανθύπατος της Ασίας Άρριος Αντωνίνος, όταν είχε διατάξει αυστηρές διώξεις εναντίον μερικών χριστιανών, είδε όλους τους πιστούς της πόλης να παρουσιάζονται μαζικά στην αίθουσα του δικαστηρίου και να απαιτούν να υποστούν την τύχη των ομόθρησκών τους που είχαν εκλεγεί για το μαρτύριο. Έξω φρενών ο Άρριος Αντωνίνος, διέταξε να οδηγηθεί ένας μικρός αριθμός από αυτούς στο μαρτύριο και έδιωξε τους άλλους λέγοντάς τους: “πηγαίνετε, φύγετε άθλια όντα ! αν επιμένετε να πεθάνετε έχετε γκρεμούς, έχετε σχοινιά”… Οι χριστιανοί επιθυμούσαν όλα να πάνε προς το χειρότερο… Οι μοντανιστές, η Φρυγία ολόκληρη, έφθαναν μέχρι την τρέλλα τις μνησίκακες προφητείες τους ενάντια στην Αυτοκρατορία… και αυτού του είδους οι καταστροφικές προφητείες αποτελούσαν ήδη ένα έγκλημα που τιμωρούσε ο νόμος».  

Στα πλαίσια λοιπόν αυτού του 1ου κατά σειρά εξελικτικού ελιγμού, ο κύριος εκφραστής του Μελίτων, εραστής και σχολιαστής της τρομοκρατικής «Αποκάλυψης» και πολύ σίγουρος ότι επέρχεται η καταστροφή της γης, των «ειδώλων» και των «ειδωλολατρών» με έναν… 3ο κατακλυσμό, τον... κατακλυσμό της φωτιάς, γράφει προς τον φιλόσοφο αυτοκράτορα: «ναι, είναι αλήθεια ότι η φιλοσοφία μας ξεκίνησε από τους βάρβαρους. Όμως την στιγμή που άρχισε ν’ ανθίζει ανάμεσα στους λαούς των κρατών σου… υπήρξε ένας ευτυχισμένος οιωνός για την Αυτοκρατορία, γιατί από την στιγμή εκείνη χρονολογείται η κολοσσιαία ανάπτυξη αυτής της λαμπρής ρωμαϊκής δύναμης… και αυτό που αποδεικνύει ότι η διδασκαλία μας υπήρξε προορισμένη ν’ ανθίσει παράλληλα με τις προόδους της ένδοξης Αυτοκρατορίας σου, είναι το ότι από της εμφάνισής της όλα βαίνουν καλώς». Ο Αθηναγόρας πάλι, γράφει με πνεύμα συγκατάβασης («πρέπει ο καθένας να είναι ελεύθερος να πιστεύει τους δικούς του Θεούς»), φιλοφροσύνης και σχεδόν κολακείας προς τον αυτοκράτορα και (παρ’ όλο που δεν μπορεί να συγκρατήσει την μισαλλοδοξία του και περιγράφει, και αυτός, ως... θεοποιηθέντες θνητούς ή... δαίμονες τους Θεούς) αναρωτιέται με προσποιητή αφέλεια γιατί δεν διώκονται οι φιλόσοφοι όταν λένε πράγματα ασύμβατα με την επίσημη Εθνική θεολογία, αλλά μόνον οι χριστιανοί, κάνοντας πως αγνοεί την ειδοποιό διαφορά, ότι δηλαδή κανείς φιλόσοφος δεν βεβήλωσε ποτέ Ιερά, ούτε δαιμονοποίησε τα νομιζόμενα των άλλων ανθρώπων, ούτε εξέφρασε απαίτηση «να σιγήσει κάθε στόμα» διαφορετικό από το δικό του και των ομοίων του. Οι άλλες δύο «απολογίες» δεν πρέπει να έλεγαν τίποτε διαφορετικό από τις προηγούμενες, αν και εδώ δεν θα έπρεπε να αδικήσει κανείς τον Κλαύδιο Απολλινάριο, επίσκοπο της Ιεραπόλεως, μία σπάνια περίπτωση μετριοπαθούς χριστιανού, γι’ αυτό και τα συγγράμματά του (5 προς Εθνικούς, 2 κατά Ιουδαίων, 2 Περί Αληθείας και 1 Περί Ευσεβείας) δεν έφθασαν σε εμάς καθώς φαίνεται δεν υπήρξαν βολικά και χρήσιμα για την χυδαία προσηλυτιστική προπαγάνδα, όπως προφανώς δεν υπήρξε και η συγκεκριμένη «απολογία» του προς τον φιλόσοφο αυτοκράτορα. 

Αυτός ο 1ος ελιγμός είχε ωστόσο ήδη προετοιμασθεί από την συγγραφική δράση προγενέστερων «Απολογητών», ανθρώπων οπωσδήποτε υψηλότερης ευφυϊας και παιδείας από τους απλώς φανατικούς και αγροίκους ομόθρησκούς τους του 1ου αιώνα, οπλισμένων τουλάχιστον «με μία πολυμάθεια ασθενικής μορφής» (Ρενάν, σελ. 68), που ανέλαβαν να ενδύσουν επιτέλους με μία στοιχειωδώς σοβαρή θεωρία την αντιπολιτισμική και αντιανθρώπινη δράση που είχε προηγηθεί και ελάχιστα ωφελούσε πλέον τον Χριστιανισμό σε μία εποχή εξαιρετικής πολιτισμικής άνθισης, όπως αυτή των Αντωνίνων (97 – 180), την οποία ο Γίββων ορθά χαρακτηρίζει ως την ευτυχέστερη εποχή του ανθρώπινου είδους (Gibbon, 3). 

Κυριότερες «απολογητικές» προσωπικότητες του 2ου αιώνα εκτός των προαναφερθέντων Μελίτωνος, Απολλιναρίου, Μιλτιάδου και Αθηναγόρα, είναι ο Κωδράτος (Quadratus), ο Αριστείδης, ο Ιουστίνος «μάρτυς» (ο πρώτος από την μακριά σειρά των χριστιανών απατεώνων Τατιανός – Θεόφιλος -  Κλήμης – Τερτυλλιανός – Ωριγένης – Ιερώνυμος, που υποστήριξαν ότι η Φιλοσοφία και όλη η λογοτεχνία των Εθνικών είναι κλεμμένη από τους… Εβραίους !), ο Θεόφιλος (ο ίδιος που «υπολόγισε» ότι η «δημιουργία» του Κόσμου έγινε το έτος… 5515 π.α.χ.χ.) και ο ήδη αναφερθείς συμπλεγματικός Σύριος Τατιανός, και θα ακολουθήσουν στα τέλη του 2ου με αρχές του 3ου ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο αφρικανικής καταγωγής δικηγόρος Μινούκιος Φήλιξ (Marcus Minucius Felix, ο πρώτος που έγραψε χριστιανικό έργο στα Λατινικά και μάλιστα κατάκρινε, ο ατυχής, τις λιτανεύσεις των αγαλμάτων δίχως να γνωρίζει ότι σε λίγο, αμέσως μετά την επικράτησή τους, η λιτάνευση εικόνων θα είναι τακτικότατη πρακτική των ομόθρησκών του) και στον 3ο αιώνα ο Ωριγένης ο Αλεξανδρεύς, ο επίσκοπος Καρχηδόνος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus, που θεωρούσε τους ανταγωνιστές των χριστιανών Ιουδαίους... «υιούς του Διαβόλου» και «επανειλημμένα συνέτασσε κατάλογους αιρέσεων και αιρετικών», βλ. Kirchner Η., στο «Zeitschrift fuer Kirchengeschichte», 81, 1970) και ο γνωστότατος Τυνήσιος Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertullian, τον οποίο όχι άδικα θα αποκαλέσει ο Βολταίρος «ψυχοπαθή Αφρικανό», Gay, σελ. 216) και που θα τον αναφέρουμε στην συνέχεια αρκετά. 

Μιμούμενοι τον Ελληνορωμαϊκό φιλοσοφικό λόγο της εποχής, και ακολουθώντας το παράδειγμα των πρώτων διδαξάντων Φαρισαίων (χρήση δηλαδή του λόγου και των μεθόδων του εχθρού, επί του προκείμενου των Ελλήνων, για στήριξη των θέσεών τους), οι «απολογητές» επιχειρούν από τη μία να επιτεθούν τάχα «εκ των έσω», στην Παράδοση, Κοσμοαντίληψη και Θρησκεία του πολιτισμένου κόσμου και από την άλλη να διατηρήσουν τον συγγενικό δεσμό με τις αντίστοιχές τους ιουδαϊκές, δεσμό που έχει σοβαρά διαρραγεί από τις εξαλλοσύνες των έως τότε απόβλητων και αιρετικών Ιουδαίων (δηλαδή των γαλιλαίων, χριστιανών) κατά των ορθόδοξων ομόθρησκών τους. Άλλωστε, τώρα πλέον ο κεντρικός προσηλυτιστικός στόχος των χριστιανών δεν είναι, όπως στην αρχή της όλης ιστορίας, οι πεπερασμένοι στον αριθμό αλλά και αμετακίνητοι θρησκευτικά Ιουδαίοι της διασποράς, αλλά η απέραντη και προσπελάσιμη μάζα των απλών Εθνικών (Latourette, τόμος 1, σελ. 121), των οποίων και μόνον πρέπει να προσβληθεί η πολιτισμική και θρησκευτική ταυτότητα, συνεπώς δεν υπάρχει πλέον λόγος να πυροδοτείται μία εντελώς άσκοπη για την ώρα αντιπαλότητα προς τους Ιουδαίους (θα υπάρξουν άλλωστε μελλοντικά, όπως και όντως υπήρξαν, αρκετές ευκαιρίες για το απαραίτητο ξεκαθάρισμα λογαριασμών). 

Παρ’ όλο που σε κάποιες κατευθύνσεις τους οι προπαγανδιστές διαφοροποιούνται ανάλογα με το σε ποιόν πληθυσμό - στόχο απευθύνονται (λ.χ. οι της Δύσης φαίνεται να αγωνιούν όλως ιδιαιτέρως να πείσουν τους πρακτικούς Ρωμαίους ότι οι χριστιανοί δεν είναι εχθροί του πολιτισμού και της κοινωνίας βλ. «Απολογία» Τερτυλλιανού 6. 30 και 33), με έναν όμοιο, σχεδόν πληκτικό τρόπο, ο Ιουστίνος στον «διάλογό» του με τον Τρύφωνα (2 – 8), ο  Θεόφιλος της Αντιοχείας (1. 14), ο Κλήμης (κατά τον Ευσέβιο τουλάχιστον, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του, 5. 11) και ο Τατιανός στις προτροπές του προς τους Εθνικούς (29. 35 και 42), έρχονται να μας πουν ότι κατέληξαν στον Χριστιανισμό υποτίθεται μετά από σοβαρή αλλά μάταιη περιήγηση στην Φιλοσοφία των Εθνικών και τάχα ενθουσιασμένοι εν τέλει από το «φρόνημα» των «μαρτύρων» και τις υψηλές ηθικές αξίες της… ιουδαϊκής Παράδοσης (η οποία ωστόσο μετά τον Τζεσούα ????? χρειάζεται να... ξεπερασθεί). Ακολουθεί εν συνεχεία μία σχεδόν ομοιόμορφη επίθεση προς τα υψηλά σεβάσματα της Εθνικής Θρησκείας, κυρίως της μυστηριακής, τα οποία με πονηρό τρόπο μπερδεύονται ή εξισώνονται με τις λαϊκές αφηγήσεις της μυθολογίας, της ποίησης, της λογοτεχνίας και του Θέατρου, ώστε εύκολα να διακωμωδηθούν. Απευθυνόμενοι αποκλειστικά στους χαμηλής παιδείας και κρίσης ανθρώπους, οι «απολογητές», που, όπως ορθά τονίζει ο Ρενάν, «στερούνται κρίσης και μπερδεύουν με τον πιο αυθαίρετο τρόπο το αυθεντικό με το απόκρυφο, όσα γνωρίζουν με όσα δεν γνωρίζουν… και έχουν την καθύβριση και τον σαρκασμό ως τα πιο συνηθισμένα τους όπλα» (σελ. 68 - 69), γενικεύουν σε βάρος όλης της Εθνικής Θρησκείας διάφορες ανατολίτικες ιδιορρυθμίες και κάνουν λόγο για υποτιθέμενες… «ανηθικότητες» και «αγριότητες» των Θεών (λες και οι Θεοί είναι πρόσωπα), στην πιο προχωρημένη δε εκδοχή της «απολογητικής» η φιλοσοφικοφανής μισαλλοδοξία σμίγει αρμονικά με την υστερική αντίστοιχη των πρώτων οπαδών του Σαούλ – Σαύλου. Για τον «αρχαιογνώστη» Κλήμη τον Αλεξανδρέα, που μεταξύ άλλων έχει επιτεθεί και κατά των Ελλήνων ποιητών («Προτρεπτικός προς Έλληνας», 2. 2 - 4, 3. 1), της Τέχνης (60 - 61), των Αγώνων (34. 1), της Φιλοσοφίας («κενόδοξη ειδωλοποίηση της ύλης… θεοποίηση δαιμονίων» 64 - 66) και των Μυστηρίων («σπέρματα κακίας και φθοράς» 13. 3, «μυστήρια αθέων» 23. 1, «παγκόσμιο αίισχος» 34. 2), οι Θεοί είναι… «απάνθρωποι δαίμονες», «ασελγείς», «μοιχικοί και αισχρουργοί» και εχθροί του ανθρώπινου είδους (33.3, 39.3 και 42.1). Της πολεμικής των «απολογητών» δεν γλιτώνουν βέβαια ούτε οι μεγάλες προσωπικότητες της Ελληνικής Φιλοσοφίας, τους οποίους οι θεωρητικοί του Χριστιανισμού, κυρίως οι Σύριοι και οι Αφρικανοί εξαιρουμένων μόνο των Αλεξανδρινών του 3ου αιώνα, καθυβρίζουν με κάθε δυνατό τρόπο. Εκτός του ότι όλοι συλλήβδην οι φιλόσοφοι υποτίθεται ότι είναι… «τυφλοί που συναγελάζονται με κουφούς», ο Πλάτων είναι αντιγραφέας του… Μωϋσέως αλλά και ανήθικος και… λαίμαργος, ο «ακόλαστος» Διογένης καθώς και ο ιδρυτής της Στοάς Ζήνων είναι φαιδροί αλλά και… προπαγανδιστές του... κανιβαλισμού, ο Ηράκλειτος είναι αυτοδίδακτος και αλαζών, ο Αριστοτέλης δουλικός και χαμερπής αυλοκόλακας (βλ. ενδεικτικά τα περί Ψυχής του Τερτυλλιανού 5 – 8, 10, 17, 24, 28 –33, την προς Αυτόλικο επιστολή του Θεοφίλου 2. 5, 3. 5, και βέβαια τον «πολυμαθή αγύρτη που δημιούργησε σχολή», όπως σωστά τον αποκαλεί ο Ρενάν, Τατιανό στις προτροπές του προς τους Εθνικούς ή «Έλληνες» 2 – 3). 

Άσχετα από τα μέτρα και τα κριτήρια των δικών μας υπόδουλων καιρών, σύμφωνα με τα οποία βέβαια η καθεστωτική αντίληψη βρίσκει υποτίθεται «σπουδαία» και «σοβαρά» αυτά τα ρηχότατα κείμενα, οι καλλιεργημένοι Εθνικοί της εποχής, όπως τουλάχιστον γίνεται ολοφάνερο από την γραφή του Κέλσου, δεν τα θεώρησαν άξια να διαβασθούν και ακόμη και για έναν αφοσιωμένο χριστιανό όπως ο Uhlhorn (σελ. 265 – 270), μάλλον δεν άσκησαν εν τέλει αυτά την ελάχιστη έστω επίδραση σε καλλιεργημένους μη χριστιανούς, πόσο μάλλον μετά τον αγροίκο, δαιμονολογικό και παλαβό λόγο που κατά κανόνα θα επικρατεί από τον Τατιανό και εντεύθεν. Η επιχειρηματολογία των «απολογητικών» έργων δεν στάθηκε στον καιρό της, ούτε στέκεται σήμερα όπως και δεν θα σταθεί ποτέ, ικανή να πείσει έστω κι έναν καλλιεργημένο και λογικό άνθρωπο και αρκετοί ερευνητές έχουν τολμήσει ευθαρσώς να την χαρακτηρίσουν ως πέρα για πέρα αποτυχημένη (Wlosok Αntonie, στο «Die alte Kirche» των Frohnes και Knorr, σελ. 163). Η υποτιθέμενη «αξία» τους αναγνωριζόταν μόνον από τους ίδιους τους χριστιανούς που τα θεωρούσαν φαίνεται χρήσιμα για άντληση έτοιμων «επιχειρημάτων» κατά των Εθνικών, εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου ωστόσο γι’ αυτό και δεν έφεραν όπως προείπαμε ουσιαστικό αποτέλεσμα στους μορφωμένους Εθνικούς και όχι μόνον απαιτήθηκε η χρήση όλης εκείνης της τρομακτικής ποσότητας φυσικής και ψυχολογικής βίας αμέσως μετά την αρχική, πολιτική μόνον, επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά επιπλέον ακόμη και έως τα τέλη του 4ου αιώνα η υποτιθέμενη «ειδωλολατρία» παρέμενε ακλόνητη μεταξύ των καλλιεργημένων και ευγενών και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις είχε εξαιρετική λάμψη ώστε να επανακερδίζει ανθρώπους που για τον α ή β λόγο είχαν παρασυρθεί σε κάποια στιγμή από τον Χριστιανισμό (Nock, σελ. 156 - 158).

Μοναδική φάση της χριστιανικής «απολογητικής», που κάτω από μία «λόγια» προσποίηση δείχνει να έχει μία στοιχειώδη σοβαρότητα ικανή να προσελκύσει πολύ ή λίγο το ενδιαφέρον ενός καλλιεργημένου αναγνώστη, είναι μία σύντομη περίοδος στα τέλη του 2ου αιώνα. Σε αυτήν την περίοδο οι απολογητές της Αλεξανδρείας μιμούνται τον προγενέστερό τους Ιουστίνο (που παρουσιάζει την Ελληνική Φιλοσοφία, αν και βίαια συμπιεσμένη μόνον μέσα στον πλατωνικό ιδεαλισμό, σαν τάχα… προετοιμασία για τον Χριστιανισμό και… σκάλα προς τον Χριστό, ως «Preparatio Evangelica», «Ευαγγελική Προπαρασκευή» σύμφωνα με την οποία ο Ιουδαϊκός Νόμος, η Ελληνική Φιλοσοφία και το Ρωμαϊκό Δίκαιο, «συνεργάσθησαν» για να κάνουν την ανθρωπότητα ικανή να… δεχθεί την χριστιανική Αποκάλυψη, Collinwood, σελ. 51), στην ευφυή επιλογή ν’ αποφύγουν την καθιερωμένη μετωπική επίθεση εναντίον του ανθρώπινου Πολιτισμού και της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Αλλά αυτή η παρένθεση δεν θα διαρκέσει πολύ, καθώς (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ρενάν, σελ. 70 –71) «το χριστιανικό αίσθημα θα νοιώσει ζωηρή αντιπάθεια γι’ αυτές τις παραχωρήσεις μιας απολογίας που θυσιάζει την δριμύτητα των δογμάτων στην επιθυμία ν’ αρέσει σε αυτούς που θέλει να κερδίσει. Ο συγγραφέας της επιστολής προς Διόγνητον, πλησιάζει τον Τατιανό με την υπέρτατη αυστηρότητα που κρίνει την Ελληνική Φιλοσοφία. Ο Διασυρμός των θύραθεν φιλοσόφων του Ερμία είναι ανελέητος. Ο συγγραφέας των Φιλοσοφουμένων χαρακτηρίζει την αρχαία Φιλοσοφία σαν πηγή όλων των αιρέσεων. Την μέθοδο αυτή της απολογίας, την μόνη, για να πούμε την αλήθεια, που είναι χριστιανική, θα την επαναλάβει ο Τερτυλλιανός μ’ ένα απαράμιλλο ταλέντο. Ο τραχύς Αφρικανός θα αντιτάξει στις εκνευριστικές αδυναμίες των ελληνιζόντων απολογητών την περιφρόνησή του, τονίζοντας πως πιστεύει αυτό που είναι παράλογο. Είναι σε αυτό απλώς και μόνον ο ερευνητής της σκέψης του Απόστολου Παύλου: “εξουδετερώνουν τον Χριστό”, θα έλεγε ο μεγάλος απόστολος, “μπροστά σε αυτές τις μαλθακές φιλοφρονήσεις. Αν οι φιλόσοφοι των Εθνικών μπορούσαν να σώσουν τον κόσμο με την φυσική πρόοδο των ιδεών, τότε γιατί ήρθε ο Χριστός ; Γιατί σταυρώθηκε”;».

Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ, ωσάν σε παρένθεση, ότι είναι πραγματικά πολύ τραγικό για τον ανθρώπινο Πολιτισμό ότι αυτή η γελοία «απολογητική» πολεμική κατά των Εθνικών Θρησκειών χρησιμοποιείται απαράλλακτη ακόμη και σήμερα από τους θεολόγους και λοιπούς θεωρητικούς του Χριστιανισμού, με τα ίδια ανόητα «επιχειρήματα», με την ίδια απατεωνίστικη διαχείριση των πληροφοριών, με το ίδιο θράσος. Άθλιοι επενδυτές της ακαθαρσίας, όπως ευστόχως τους στηλιτεύει ο Φρειδερίκος Νίτσε, όταν τους περιγράφει να κρύβουν τις βρωμιές τους πίσω από τα αρχαία μάρμαρα για να τις «ανακαλύψουν» τάχα την επαύριον, ως μία εντελώς δική τους «αρχαία» «πραγματικότητα» διαθέσιμη για κάθε χρήση και κακοποίηση. 

Προτού κλείσουμε πάντως για το ανά χείρας βιβλίο το απέραντο θέμα των «απολογητών», είναι ίσως καλό να παρουσιάσουμε και το προσωπογράφημα εκ μέρους του Ρενάν (σελ. 67 - 68) ενός τυπικού «απολογητή», του Τατιανού, που βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα την αρρωστημένη  θέαση των πραγμάτων που είχαν και έχουν αντίστοιχα εκείνοι οι άνθρωποι και οι σύγχρονοι θαυμαστές και μιμητές τους: «Το μίσος για την Ελλάδα ήταν πραγματικά το κυρίαρχο αίσθημα του Τατιανού. Σαν αληθινός Σύριος, ζηλεύει και βδελύσσεται τις τέχνες και την φιλολογία που είχαν κατακτήσει τον θαυμασμό του ανθρώπινου γένους. Οι Θεοί των Εθνικών του φαίνονται προσωποποίηση της ανηθικότητας. Ο κόσμος των ελληνικών αγαλμάτων που έβλεπε στην Ρώμη δεν τον άφηνε σε ησυχία… ο Ευριπίδης και ο Μένανδρος ήσαν γι’ αυτόν δάσκαλοι της διαφθοράς και της κραιπάλης και ευχόταν να καταστραφούν τα έργα τους… Ήταν πνεύμα σκοτεινό, βαρύ, βίαιο, γεμάτο θυμό ενάντια στον Πολιτισμό και ενάντια στην Ελληνική Φιλοσοφία».  

176 – 213 Στην Οσρχοηνή, υποταγμένη στους Ρωμαίους από το έτος 165 αλλά αφημένη να διατηρεί (έως το έτος 216) την τοπική δυναστεία των ιουδαϊκής καταγωγής Αμπβγκάρων και Μανού, βασιλεύει ο Αμπβγκάρ μπαρ Μανού ο Η, ο οποίος βαπτίζεται χριστιανός, κτίζει εκκλησίες, ιδρύει επισκοπή στην Έδεσσα και κηρύσσει άγριο πόλεμο κατά των «ειδωλολατρών» του βασιλείου του.

177 - 178 Με την στέψη του υιού του Κόμμοδου ως συναυτοκράτορα και εξαπατηθείς από τις επιτηδευμένα γλυκύτατες επιστολές των 4 «απολογητών», ότι τάχα οι μοντανιστές και οι άλλοι έξαλλοι χριστιανοί αποτελούν μειοψηφία μέσα στον ευρύτερο χώρο τους, ο Μάρκος Αυρήλιος αποσύρει την διαταγή για αυστηρότητα κατά των στασιαστικών προφητειών και των αντικοινωνικών πράξεων και επίσης ανοικτά πλέον προστατεύει επί δύο έτη (177 – 178) τους όποιους, δυστυχώς λίγους στην πραγματικότητα,  φιλήσυχους χριστιανούς. Και λέμε λίγους στην πραγματικότητα, γιατί παρά το ότι ο αγαθός και πράος αυτοκράτορας ορίζει με σαφήνεια να διώκονται μόνον όσοι βεβηλώνουν Ιερά (οι οριζόμενοι ως «sacrilegi») και δίχως βέβαια να συγχέει ποτέ κανείς τους ορθόδοξους με τους μοντανιστές όπως ισχυρίζεται η Sordi (σελ. 72 – 73), βλέπουμε παρ’ όλα αυτά να ξεσπούν διωγμοί στην Ασία, την χερσόνησο του Αίμου και την Γαλατία, με ελάχιστα ωστόσο θύματα (τα ίδια τους τα μαρτυρολόγια αναφέρουν λ.χ. στην  Γαλατία μόνο 48 θύματα !) παρά τις κραυγές του προπαγανδιστή Ευσεβίου για τάχα... «δεκάδες χιλιάδες μάρτυρες» (...). Η μεγάλη δίκη της Λυών, στην διοίκηση της Γαλατίας, δείχνει ότι, προσπερνώντας την νομοθετημένη ανεκτικότητα των Αντωνίνων λόγω ίσως της πίεσης του λαού, οι προβληματισμένοι πλέον διοικητές των επαρχιών αντιμετωπίζουν ξανά αδιακρίτως τον Χριστιανισμό όλων των πλευρών και τάσεων όχι μόνο ως έναν απλό πολέμιο της κοινωνίας και της ενότητας της Αυτοκρατορίας, αλλά και ως έναν μιασματικό εχθρό αυτής της ίδιας της «θεόθεν ειρήνης» ή «Ειρήνης των Θεών» («Pax Deorum»). 

Θα πρέπει να σημειώσουμε βέβαια εδώ, ότι τον καιρό τουλάχιστον του εξαπατηθέντος εστεμμένου φιλόσοφου, οι χριστιανοί, παρά την επίμονη όσο και αόρατη υποσκαπτική τους δραστηριότητα, δεν ήσαν κάτι που θα μπορούσε κάποιος να λάβει στα σοβαρά, όσο τουλάχιστον δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι δεν αποτελούσαν τυχαίο ψυχοπαθολογικό φαινόμενο αλλά έναν αφανή στρατό, που εργαζόταν, βάσει ενός οργανωμένου, μακροχρόνιου και δόλιου σχεδίου, για την πλήρη καταστροφή του Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού. Και αυτό ο Μάρκος Αυρήλιος ούτε το γνώριζε, ούτε μπορούσε καν να το φαντασθεί, όπως μάλλον δεν μπορούσαν και όλοι οι σύγχρονοί του Εθνικοί. Ο ίδιος, που «όπως όλοι οι Ρωμαίοι του επιπέδου του θαύμαζε πρωτίστως την ικανότητα να μπορεί κάποιος να αντιμετωπίζει δίχως φόβο τον θάνατο», εκφράζεται μάλλον περιφρονητικά για τους χριστιανούς και τον θανατολατρικό φανατισμό τους, στην μοναδική αναφορά (11.3) που κάνει σε αυτούς στο ένα και μοναδικό διασωθέν κείμενό του «Τα Ες Εαυτόν», όπως σημειώνει ο Liebeschuetz (σελ. 212 - 213): «…ο Μάρκος Αυρήλιος και οι άλλοι ομόφρονές του άνδρες δεν ήταν ποτέ δυνατόν να θαυμάζουν την συμπεριφορά των χριστιανών μαρτύρων. Για όλους τους μη χριστιανούς, οι χριστιανοί ήσαν άνθρωποι που επιζητούσαν να θανατωθούν… και το να ερωτοτροπεί κανείς έτσι με τον θάνατο δεν αποτελούσε δείγμα θάρρους αλλά πολύ επικίνδυνης ανοησίας. Ο Μάρκος θαύμαζε έναν ηρωϊκό θάνατο, που όμως θα ήταν αποτέλεσμα μίας προσωπικής απόφασης, όχι μίας μαζικής υστερίας ή ενός ομαδικού φανατισμού. Κάθε θέληση ν’ αντιμετωπίσει κάποιος τον θάνατο, πρέπει να ερμηνεύεται με λογικά επιχειρήματα, κατανοητά από κάθε απλό λογικό άνθρωπο και το χριστιανικό επιχείρημα ότι ο Θεός απαγορεύει την λατρεία άλλων Θεών δεν είχε καμμία απολύτως σοβαρότητα. Για τους Εθνικούς δεν νοείτο ποτέ να υπάρχουν ζηλότυποι Θεοί και επιπλέον για έναν άνδρα σαν τον Μάρκο Αυρήλιο που δεν έθρεφε ελπίδες για προσωπική αθανασία, εκείνη η βεβαιότητα των μαρτύρων για ανταμοιβές στους ουρανούς, φαινόταν εντελώς αβάσιμη, όπως και η όλη συμπεριφορά τους ήταν παράλογη, αρρωστημένη και με κανέναν τρόπο άξια θαυμασμού». 

178 – 180 Σε αυτή την τρίτη φάση της αρχής του Μάρκου Αυρηλίου, η ανωτερότητα του πολιτισμού των Εθνικών, όπως μάλιστα εκδηλώνεται και μέσα από τον ίδιο τον φιλόσοφο αυτοκράτορα, ωθεί σε μία πολυεπίπεδη σώφρονα και επιεική προτροπή προς τους χριστιανούς να αλλάξουν συμπεριφορά και να ενσωματωθούν ως σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία (Sordi), πράγμα που τουλάχιστον η επίσημη εκκλησιαστική πλευρά των τελευταίων θα προσποιηθεί ότι κάνει, μέχρι να βρει σε ένα εγγύς ή μακρινό μέλλον την ευκαιρία να κτυπήσει καίρια τον Εθνισμό. Αυτό το σχεδόν αδελφικό άπλωμα του χεριού τών, διαρκώς υβριζομένων από την χριστιανική προπαγάνδα ως «ειδωλολατρών», αγαθών και πολιτισμένων ανθρώπων της εποχής προς τους μνησίκακους εχθρούς των Εθνών, φαίνεται καθαρά στο τέλος του 8ου κεφάλαιου του κατεστραμμένου αργότερα από τους χριστιανούς έργου του φιλόσοφου Κέλσου («Αληθής Λόγος« ή «Κατά Χριστιανών»), που έχει γραφεί εκείνην ακριβώς την εποχή (178): «...γιατί αν όλοι έκαναν το ίδιο με εσάς, τίποτε δεν θα εμπόδιζε να βρεθεί ο βασιλιάς μόνος και έρημος και ό,τι υπάρχει επάνω στην γή να πέσει στα χέρια των άνομων και αγρίων βαρβάρων και τότε είναι που δεν θ’ απομείνει ίχνος από την φήμη είτε της δικής σας Θρησκείας είτε της αληθινής σοφίας (δηλαδή της Θρησκείας και Φιλοσοφίας των Εθνικών)... Στηρίξτε λοιπόν τον αυτοκράτορα με όλη σας την δύναμη, κοπιάστε μαζί του για τα δίκαια και πολεμήστε στο πλευρό του, συστρατευθείτε μαζί του αν υπάρξει ανάγκη και βοηθείστε τον στην διοίκηση του στρατού. Και αν χρειασθεί, πάρτε μέρος στην διακυβέρνηση της πατρίδας για την σωτηρία των νόμων και της ευσέβειας» (Κέλσος, σελ. 163 – 165). Προσποιούμενη λοιπόν η Εκκλησία ότι συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές των νόμιμων αστικών ενώσεων, θα απολαύσει έκτοτε επί πολλές δεκαετίες, έως την εποχή τουλάχιστον του Βαλεριανού, την πλήρη προστασία του ρωμαϊκού νόμου έχοντας τη μορφή πολιτιστικού και κηδευτικού συλλόγου («collegio») και αποκτώντας ιδιόκτητους λατρευτικούς χώρους, καθώς και μεγάλη κινητή και άλλη ακίνητη περιουσία.   

180 - 192 Ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος είναι πλέον νεκρός και η βασιλεία του παράφρονα Κομμόδου επιτρέπει όχι απλώς την πλήρη ανασύνταξη της Εκκλησίας αλλά και την επιτυχημένη εισβολή της σε αυτή την ίδια την αυτοκρατορική αυλή. Σύμφωνα με την μαρτυρία του χριστιανού Ιππόλυτου («Φιλοσοφούμενα», 9. 12. 10) που ήδη η εποχή του μετρούσε 32 συνολικά χριστιανικές αιρέσεις (Deschner, τόμος 1, σελ. 192), η χριστιανή ερωμένη του Κομμόδου Μαρκία, βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τον πάπα Βίκτορα τον Α (189 - 199) και μεταφέρει άμεσα την επιρροή του τελευταίου στον ψυχοπαθή αυτοκράτορα (αξίζει ίσως να σημειωθεί εδώ ότι ο εν λόγω πάπας ήταν οπαδός της χριστιανικής αίρεσης των «Τροπικών» που πίστευαν ότι τα «τρία πρόσωπα» των τριαδιστών χριστιανών ήταν στην πραγματικότητα απλώς τρεις διαφορετικοί τρόποι εμφάνισης του Θεού). 

Ωστόσο, παρά το νόμιμο πια προφίλ της Εκκλησίας, σημειώνονται την εποχή αυτή αλλεπάλληλοι «μυστηριώδεις» εμπρησμοί «ειδωλολατρικών» κτιρίων (ο Γεώργιος Σύγκελλος αναφέρει εμπρησμούς του Σεραπείου Αλεξανδρείας, της βιβλιοθήκης του Καπιτωλίου της Ρώμης και «άλλων τούτου μερών», καθώς και της οικίας των Εστιάδων ιερειών), ενώ διάφοροι δήθεν «ανεξάρτητοι» «απολογητές», κυρίως στις επαρχίες, εξακολουθούν να καθυβρίζουν τον πολιτισμό των Εθνικών. Ενδεικτικό παράδειγμα τέτοιων φθονερών ανθρώπων αποτελεί ο Σύριος Ερμίας που συγγράφει έναν γεμάτο αγροικία «διασυρμό» των «θύραθεν σοφών», δηλαδή των (φυσικά μη χριστιανών) φιλοσόφων, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι Επιστήμες έχουν ως αφετηρία τους την… αποστασία του Διαβόλου (!). Με την διπρόσωπη αυτή δράση τους οι χριστιανοί, κατά περίσταση πότε ως ήρεμη θρησκευτική κοινότητα και πότε ως άσπονδοι εχθροί ολόκληρου του τότε Πολιτισμού, θα κατορθώσουν η διάβρωση του κόσμου των Εθνικών στο εξής να είναι απρόσκοπτη και συνεχής. Στο εξαιρετικό τους βιβλίο «Εγκλήματα του Χριστιανισμού» («Crimes Of Christianity») οι γνωστοί Ελευθερόφρονες συγγραφείς G. W. Foote και J. M. Wheeler, γράφουν σχετικά: «όπως παρατηρεί ο Lecky, από τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου, όταν δηλαδή ο Χριστιανισμός απόκτησε επιρροή στον Ρωμαϊκό κόσμο, η παρακμή της Αυτοκρατορίας υπήρξε ταχεία και σχεδόν συνεχής. Και πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτό άραγε εκτός από το ότι οι χριστιανοί βοήθησαν στην καταστροφή του τότε υπάρχοντος Πολιτισμού ;»   

185 Στο γνωστό έργο του κατά των «αιρέσεων», ο επίσκοπος της Λυών Ειρηναίος (130 - 200) που συνέλαβε την έννοια του «καθολικισμού» ως γενικού όρου και την  ανέλυσε θεολογικά αλλά και αναθεμάτισε προσωπικά τους «αιρετικούς», ιδίως τους δυϊστές γνωστικούς (Deschner, τόμος 1, σελ. 205), αναφέρει για πρώτη φορά ονομαστικά τα 4 «Ευαγγέλια» των χριστιανών (κάνοντας βέβαια και έναν αποσυμβολισμό του αριθμού), ενώ σαφώς ομολογεί ότι οι Μάρκος και Λουκάς δεν υπήρξαν σύγχρονοι των γεγονότων που περιγράφουν.

192 Σε καθολικό αντιμοντανιστικό χριστιανικό κείμενο αυτού του έτους που αναφέρει ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (5. 16), γίνεται η πρώτη χρήση του όρου «Καινή Διαθήκη». Την ίδια εποχή, εντελώς ακαταδίωκτοι σε σημείο πλήρους ασυδοσίας, οι χριστιανοί αισθάνονται πλέον τόσο ισχυροί που εκδηλώνονται με πολλή αλαζονεία ακόμη και απέναντι σε εκείνους που μανιωδώς προσπαθούν να προσηλυτίσουν. Οι μη βαπτισμένοι ακόμα κατηχούμενοι Εθνικοί, εκδιώκονται κατά την «κορύφωση» της χριστιανικής «Λειτουργίας» με την τρομερή κραυγή «έξω οι σκύλοι !» («foris canes !»).