Αναζήτηση τίτλων.

Ζεύς. Συμβολή Στην Επανανακάλυψη Της Ελληνικής Κοσμοαντιλήψεως, (2α έκδοση)

 
15 Ευρώ
Βλάσης Γ. Ρασσιάς: 
         Ζεύς.
Συμβολή Στην Επανανακάλυψη Της Ελληνικής Κοσμοαντιλήψεως, (2α έκδοση) Αθήναι 2005, ISBN 960-7747-01-8

Η εκτενεστέρα, έως στιγμής τουλάχιστον, μελέτη της ελληνικής και παγκοσμίου βιβλιογραφίας, πάνω στη λατρεία του Θεού Διός (πρώτη έκδοση: 1997). Ο συγγραφέας, καταθέτει με λεξικογραφική σειρά και παράθεση πολύ σπανίων εικόνων, 527 λατρευτικά επίθετα του υπάτου των Ολυμπίων Θεών. Ενα απαραίτητο εργαλείο αρχαιογνωσίας για όλους όσους ενδιαφέρονται να επανανακαλύψουν την, απωλεσθείσα αλλά όχι νεκρή, οπτική των Ελλήνων προγόνων μας σε ό,τι αφορά στην κατανόηση του, υπαρκτού και εσωκοσμικού, Θείου και στην καθημερινή επικοινωνία με αυτό. 

Το στέλνουμε επί αντικαταβολή σε όλη την Ελλάδα (στείλτε τις παραγγελίες σας με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στο e-mail: (anpoli2019@gmail.com).

Επίσης στα βιβλιοπωλεία:

"Πολιτεία", Ασκληπιού 1-3 & Ακαδημίας, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3600235, 210-3616373, παραγγελία μέσω διαδικτύου ΕΔΩ

"Όναρ", Μαυρομιχάλη 1, Αθήνα, ΤΚ 10679, τηλ. 210-3306124

''Βασίλειος Χρήστου'', Ερμού 61 θεσσαλονικη και τηλ 2310 282782

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
«Ας μην αναφερθούμε σε εκείνους τούς εντελώς αστόχαστους, που, ως ιστορικοί, γράφουν με την αφελέστατη πίστη πως όλες οι απόψεις, όσες είναι διαδεδομένες στον λαό, ειδικά στην δική τους εποχή, είναι αυτομάτως δικαιωμένες και ότι το να γράφει κάποιος σύμφωνα με ό,τι πρεσβεύει αυτή η εποχή, ισοδυναμεί εν γένει με το να είναι τάχα δίκαιος. Μία πίστη από την οποία ζει η σύγχρονη θρησκεία και για την οποία δεν χρειάζεται να πει κανείς τίποτα περισσότερο. Οι αφελείς εκείνοι ιστορικοί, που ονομάζουν «αντικειμενικότητα» το να μετράς τις γνώμες και τις πράξεις του παρελθόντος με τις τρέχουσες απόψεις της τωρινής εποχής και εκεί ανακαλύπτουν τάχα τον γνώμονα της αλήθειας. Η αποστολή τους είναι να προσαρμόζουν το παρελθόν σε ό,τι τετριμμένο υπάρχει στο παρόν. Και αντίθετα, χαρακτηρίζουν ως «υποκειμενική» κάθε εξιστόρηση που δεν αποδέχεται ως γνώμονά της αυτό που προσκυνάει η λεγόμενη κοινή γνώμη…»  Φρειδερίκος Νίτσε 

Μετά από εργασία μισής περίπου δεκαετίας, ο γράφων παραδίδει τελικά το ανά χείρας βιβλίο, στον Νεοέλληνα αναγνώστη, με την ελπίδα ότι έρχεται αυτό επιτέλους να καλύψει το τεράστιο κενό που υπάρχει στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, σχετικά με την ύπατη θεότητα τού πατρογονικού μας Πανθέου. Το να επαναλάβουμε εδώ, την γκρίνια πάνω στην διαπίστωση αυτού του κενού, καθώς και επάνω στους γνωστούς λόγους που μέχρι σήμερα την επέβαλαν και την επιβάλλουν, ίσως είναι όχι μόνο ανιαρό αλλά και άπρεπο. Και αυτό γιατί η προσέγγιση της ελληνοψυχίας δεν επιτυγχάνεται μέσα από αρνητικές διαπιστώσεις και αυξομειούμενης ποιότητας και ποσότητας κλαυθμούς αλλά αντιθέτως, μέσα από θετικό έργο, καθολική παρρησία και -πάνω από όλα- ανυποχώρητη θέληση για άμεση εσωτερική αλλαγή.

Ο Νεοέλληνας που θέλει να απεκδυθεί τα ράκη ενός χονδροειδούς βυζαντινισμού, που έχει πλέον- σε επικίνδυνο βαθμό- αναχθεί σε ιδεολογία και σύστημα ηθών και συμπεριφορών, ο Νεοέλληνας που επιθυμεί να ξαναγίνει Έλληνας αληθινός, δεν μπορεί να επιτρέπει στον εαυτό του να αργοσαπίζει στην θολή νοσταλγία ενός εντέχνως ασαφούς παρελθόντος, ούτε στην απαισιοδοξία και μελαγχολία που προκαλεί η σύγκριση των Κόσμων. Οφείλει τουναντίον να εργασθεί σκληρά, πολύ - πολύ σκληρά και επιπλέον μακροχρόνια. Για να καθαρίσει το πνεύμα και την ψυχή του από τα συσσωρευμένα σκουπίδια με τα οποία τον έχει χρεώσει ο πολυετής -σχεδόν εκ γενετής- προγραμματισμός του από τους μηχανισμούς προπαγάνδας και υποβολής τής Era Vulgaris και να ξαναδεί σωστά τα πράγματα, τους καιρούς και τις ροές του, που πάει να πει, μέσα από ελεύθερα μάτια, αρχαία μάτια, ακάλυπτα από τους παραμορφωτικούς φακούς της αλλότριας και αλλοτριώτριας κυρίαρχης κοσμοθέασης.
  
Να ξαναδούμε μέσα από αρχαία μάτια. Αυτό είναι το υπέρτατο εσωτερικό αίτημα των καιρών μας που εμπεριέχει όλα τα υπόλοιπα επί μέρους εκείνα. Να ξαναδούμε τα πράγματα ως έχουν. Δηλαδή στην φυσική τους απλότητα, την απέραντή τους πολλαπλότητα και το θεϊκό τους κατοπτρισμό τους νόμους του Αενάου.

Στα προηγούμενα βιβλία τού γράφοντος, κάποιοι ανέγνωσαν ως αρνητικό στοιχείο, το ότι υπήρχε αυτός εξ αρχής και με σαφήνεια τοποθετημένος στην δίχως περιστροφές και υπεκφυγές υπεράσπιση της Πατρώας Ελληνικής Κοσμοαντίληψης. Κάποιοι άλλοι δε, αυτό το «τοποθετημένος» το τράβηξαν περισσότερο και χρησιμοποίησαν ακόμη και την λέξη «στρατευμένος» αγνοώντας προφανώς, ότι η σαφής και δεδηλωμένη θέση ότι ό,τι αφορά την φιλοσοφία και την γενική κοσμοθέαση, δεν ισούται κατ’ ανάγκη με «στράτευση», απλώς καταλήγει μοιραία σε τέτοια, από την στιγμή που καταδικάζεται να «μειοψηφεί» σε τόπους και χρόνους που δεν αναγνωρίζουν δικαιώματα ετερότητας ή πολυφωνίας.

Ο γράφων (καθώς και οι ομόφρονές του) δεν είναι επ’ ουδενί «στρατευμένος», πόσο μάλλον όταν ο χαρακτηρισμός αυτός εκτοξεύεται με σαφώς σχετλιαστική έννοια και αυτό γιατί από την θέση του και μόνο, δεν θα έπρεπε λογικά να έρχεται σε αντιπαλότητα με κανέναν και με τίποτα, αφού το έθος και η κοσμοθέαση που υπερασπίζεται συνάδουν απολύτως προς το παρελθόν του τόπου που τον φιλοξενεί στον παρόντα επίγειο βίο του καθώς και προς το όνομα («Ελλάς»), που καλώς ή κακώς… δόθηκε σε αυτόν ακριβώς τον τόπο από τους εθνικοπολιτικούς σχεδιαστές του Νεοελληνικού Κράτους. Συνεπώς η ουσία του προβλήματος βρίσκεται αλλού. Στο ότι η πολύμορφη μιλίτσια της απάδουσας κοσμοαντίληψης προς την αληθινή Ελληνική εκείνη, επιμένει να προβάλλει επάνω στους  «κατά φύσιν και  συνείδησιν» ζώντες, τις ιδιότητες των δικών της μελών. Κατηγορούν έτσι οι κύριοι αυτοί, τους ελευθερόφρονες και ανεξίθρησκους για… «φανατισμό» και τους διά βίου παιδευόμενους και στοχαζόμενους, για… «στράτευση» και κλειστότητα πνευματική.

Απαράδεκτη μεθοδολογία; Ίσως. Πλην όμως πολύ οικεία του πετσιού όλων μας, μετά από τόσους και τόσους αιώνες συστηματικής αναβάθμισής της σε εφηρμοσμένη επιστήμη ελέγχου του μαζικού νοός. Εδώ και είκοσι περίπου αιώνες οι φωτολάτρες και φωτοδότες προγονοί μας χαρακτηρίζονται απροκάλυπτα ως τάχα ειδωλοπροσκυνητές. Διόλου παράξενο και το ότι χαρακτηρίζονται έτσι επίσης και οι σύγχρονοι ομόδοξοί τους. Ακόμη και «διχαστικοί», «φανατικοί», «δογματικοί», «αναχρονιστές» ή -ηπιώτερα- «στρατευμένοι». Οι εκτοξεύοντες αυτούς τους χαρακτηρισμούς - ή παρόμοιούς τους- θεωρούνται βεβαίως εισέτι, εξ αιτίας φυσικά του ιδεολογικού περιβάλλοντος, έγκυροι ή έστω μη φαιδροί. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή και κυρίως η -μη γραμμική αλλά σπειροειδώς ρέουσα- Ιστορία. Εμείς αναμένουμε απλώς στωϊκά τον αυριανό σαρωτικό γέλωτα που θα τους αφανίσει…

Το παρόν προλόγισμα από τον ίδιο τον συγγραφέα κλείνει κάπου εδώ, με ένα απόσπασμα από προηγούμενο βιβλίο του. Σε εκείνους που ήδη το ξέρουν και στους άλλους που μόλις τώρα το πρωτοδιαβάζουν, ο συγγραφέας εύχεται καλή ανάγνωση του ανά χείρας βιβλίου.

«Ό,τι οφειλόταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί από την πλευρά μας και επίσης όπως οφείλεται, ήδη σκεπτόμαστε και συμπεριφερόμαστε: Αρχαιότροπα. Που πάει να πει, δια βίου μαχόμενοι και διδασκόμενοι, αδιαπραγμάτευτα ελευθερόφρρονες και απόλυτα υπερήφανοι γι’ αυτό που καθ’ υπεροχήν είμαστε, επενδύοντας μόνο στην απρόσμενα σαρωτική δύναμη τού αρίστου παραδείγματος». (Βλ. Γ. Ρασσιάς «Έθνος - Εθνισμός - Εθνοκράτος - Εθνικισμός», Αθήναι 1996).